Αξιότιμη Γενική Διευθύντρια,
Κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, που έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), τονίσατε ότι από το 2007 ως σήμερα το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 40%. Μέρος αυτής της αύξησης αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος. Έχοντας ως δεδομένο το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει το ΔΝΤ στα υπερχρεωμένα κράτη, σας έθεσα μια ερώτηση με το ακόλουθο περιεχόμενο:
Εφόσον αυτό το μείγμα πολιτικής που επιβάλλει το ΔΝΤ στα κράτη, τα οποία αντιμετωπίζουν υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών ή/και στον κρατικό προϋπολογισμό δεν αποδίδει, γιατί δεν τo αλλάζετε εισάγοντας προσωρινά –στη βραχυχρόνια περίοδο– μια μορφή προστασίας στα εν λόγω κράτη;
Γενικά, όπως επισημάνατε στην ομιλία σας, οι βασικοί χρηματοδοτικοί μηχανισμοί του ΔΝΤ, απέναντι στα κράτη που προστρέχουν σ’ αυτό για βοήθεια, δίνουν έμφαση: στα διαρθρωτικά μέτρα, στην ψηφιοποίηση της οικονομίας, στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Τα προαναφερθέντα κινούνται σ’ ένα πλαίσιο αυστηρής πολιτικής λιτότητας στις περισσότερες περιπτώσεις, που προκύπτει ως αποτέλεσμα των χρηματοοικονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζουν τα εξεταζόμενα κράτη. Ο κύριος σκοπός των προαναφερθεισών πολιτικών είναι η μείωση του διπλού ελλείμματος δηλαδή του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών, όπως και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού.
Η πολιτική της αυστηρής λιτότητας επιδιώκει τη δραστική μείωση των μισθών και των δημοσίων δαπανών, εξέλιξη που οδηγεί στη μείωση της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης όπως και των εισαγωγών. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται το ανωτέρω διπλό έλλειμμα. Μια όμως αυστηρή πολιτική λιτότητας προκαλεί κοινωνικές αναταραχές και πολιτική αστάθεια, εξελίξεις που απειλούν ακόμη και την επιστροφή των δανεικών χρημάτων στους πιστωτές.
Σύμφωνα με την ερώτηση που σας έθεσα, το ΔΝΤ θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα άλλο μείγμα πολιτικής, από όπου θα εξέλειπε ο κίνδυνος των κοινωνικών αναταραχών και της πολιτικής αστάθειας, εξελίξεις που περιορίζουν τον κίνδυνο στην οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια ήπια πολιτική λιτότητας σε συνδυασμό με μια επιλεκτική και βραχυχρόνια (ως 5 έτη) πολιτική προστασίας. Οι προτεινόμενες αλλαγές θα είχαν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα σε όρους ελλειμμάτων. Αναλυτικότερα, η βραχυχρόνια πολιτική προστασίας της εγχώριας παραγωγής, θα μείωνε προσωρινά τις εισαγωγές και ως εκ τούτου το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών (και κατ’ επέκταση του Ισοζυγίου Πληρωμών), τονώνοντας την εγχώρια βιομηχανία. Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής θα δημιουργούσε φόρους εισοδήματος και έμμεσους φόρους, εξελίξεις που θα οδηγούσαν σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Αυτή η αύξηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με μια ήπια μείωση των δημοσίων δαπανών, θα προκαλούσε τις ίδιες ακριβώς επιπτώσεις, όπως και στο δικό σας σενάριο. Απλά, αντί για δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και ύφεση, θα έχουμε ήπια μείωση των δημοσίων δαπανών με παράλληλη αύξηση των φόρων λόγω προσωρινής προστασίας της εγχώριας παραγωγής, εξέλιξη που, όπως τονίσθηκε, θα οδηγήσει στην τόνωσή της.
Ως προς την προτεινόμενη πολιτική προστασίας, ενδεικτικά σας ανέφερα ως παράδειγμα την «πολιτική αγοράς υπέρ των εγχωρίων προϊόντων» στο χώρο των κρατικών προμηθειών. Αυτή αποτελεί έκφραση μιας προτιμησιακής πολιτικής κατά τα παλαιότερα πρότυπα. Μια τέτοια πολιτική θα μείωνε δραστικά τις εισαγωγές σε κλάδους όπου υπάρχει εγχώρια παραγωγή. O επιχειρηματίας θα γνωρίζει εκ των προτέρων ότι με τη λήξη της πενταετίας θα χάσει αυτήν την πλεονεκτική θέση που του εξασφαλίζει προσωρινά η νομοθεσία. Θα έχει όμως τον χρόνο να ετοιμαστεί, έτσι ώστε με την έλευση της περιόδου της προστασίας να συμμετάσχει στη διεθνή ανταγωνιστική αγορά.
Στη θέση αυτή αντιπροτάξατε, εκτός των άλλων, τα εξής :
Α) Τονίσατε ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής αποτελεί έκφραση αυταπάτης. Ειδικότερα αναφέρατε ότι, ως προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ, μια τέτοια πολιτική προστασίας είναι αντίθετη στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ περί ελεύθερης διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και ανθρώπων. Εν τούτοις, η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει σε εξαιρετικές περιπτώσεις την παραβίαση αυτών των αρχών για ένα χρονικό διάστημα. (Ενδεικτικά σημειώνεται, το Άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Άρθρα 107-108 και 347 της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ, το Άρθρο 115 της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΟΚ και της Συνθήκης για την ΕΕ). Επίσης παρόμοιες προβλέψεις υπήρχαν και σε άλλες συμφωνίες (GATTάρθρο ΧΙΙ). Μια έκφραση της προτεινόμενης πολιτικής είναι και τα γνωστά capital controls (παράβαση της αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων) που έχουν αρχή και τέλος.
Β) Σημειώσατε επίσης, ότι αν εισαχθούν κάποια μέτρα προστασίας, αυτά δύσκολα θα μπορούν να απομακρυνθούν στο χρόνο που θα συμφωνηθεί. Να σας υπενθυμίσω όμως ότι στην ίδια λογική κινούνται οι «Εθελοντικοί Εξαγωγικοί Περιορισμοί», μέτρο σύμφωνα με το οποίο η εξαγωγική χώρα αποφασίζει, σε συνεννόηση με την εισαγωγική, να αυτοπεριορίσει η πρώτη τις εξαγωγές της προς τη δεύτερη για ένα χρονικό διάστημα. Με τη λήξη του χρόνου παύουν αυτόματα και οι εν λόγω περιορισμοί. Ως εκ τούτου το μόνο που χρειάζεται για να εφαρμοστεί η προτεινόμενη λύση της προσωρινής προστασίας είναι η συνεννόηση ανάμεσα στα κράτη και όχι μονομερείς κινήσεις. Εννοείται ότι χωρίς συνεννόηση δεν αποδίδει η οποιαδήποτε μορφή προστασίας.
Γ) Τονίσατε, τέλος, ότι μια τέτοια πολιτική θα προκαλέσει πολλαπλά προβλήματα. Είναι γνωστό ότι αν ευνοηθούν κάποιοι κλάδοι μέσα από μέτρα προστασίας τότε προκαλούνται στρεβλώσεις στην οικονομία. Αυτό όμως συμβαίνει στη μακροχρόνια περίοδο. Αντίθετα στη βραχυχρόνια περίοδο, η εν λόγω πολιτική μπορεί να αποτελέσει κίνητρο υπέρ του εκσυγχρονισμού των βιομηχανιών. Αν δεν εκμεταλλευτούν αυτές το πλεονέκτημα που προσφέρεται στα πέντε χρόνια της προστασίας, θα καταρρεύσουν ακολούθως και θα κλείσουν. Η συγκεκριμένη πρόταση δεν προσφέρει μια μακροχρόνια προστασία, που εύλογα οδηγεί σε στρεβλώσεις, δίνει όμως μια ευκαιρία σε εταιρίες που ανήκουν στους υπό προστασία κλάδους να βελτιώσουν την ανταγωνιστική τους θέση στη ανοικτή αγορά.
Η αυστηρή πολιτική λιτότητας του ΔΝΤ αποτελεί μια πολιτική που φαίνεται ότι προτιμούν οι πιστωτές. Γνωρίζουμε όμως ότι μια τέτοια πολιτική προκαλεί κοινωνικές αναταραχές και ως εκ τούτου πολιτική αστάθεια, εξελίξεις που λειτουργούν εις βάρος των ξένων επενδυτών. Σύμφωνα με τις εμπειρικές μελέτες που υπάρχουν, οι επενδυτές προτιμούν την πολιτική σταθερότητα και κοινωνική ηρεμία. Τα κράτη θα απέφευγαν τις όποιες δυσμενείς εξελίξεις αν συνδύαζαν μια πολιτική ήπιας μείωσης των κρατικών δαπανών και προσωρινής προστασίας, εξελίξεις που θα περιόριζαν στη συνέχεια την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο.
Αξιότιμη Γενική Διευθύντρια, στόχος μου με την παρούσα απάντηση στα όσα προτάξατε στην ερώτησή μου, είναι να συμβάλω στην προαγωγή του διαλόγου με θέμα τη βέλτιστη πολιτική που εξασφαλίζει κοινωνική ηρεμία πολιτική σταθερότητα και ταυτόχρονα οδηγεί στη μείωση των διπλών ελλειμμάτων. Η προτεινόμενη πολιτική είναι μεν πιο δύσκολη στην εφαρμογή της και πιο πολύπλοκη, αποτελεί ωστόσο μια προσέγγιση που μπορεί να εγγυηθεί την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα, μέσω πιο αποτελεσματικών λύσεων οδηγώντας, τέλος, σε βιώσιμη ανάπτυξη.