Προβληματισμό για το μέλλον των πολύ μικρών επιχειρήσεων δημιουργούν τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που δόθηκε χθες στην δημοσιότητα. Μπορεί το β’ εξάμηνο του 2024 να παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος (ενισχύθηκε κατά περίπου δέκα μονάδες, συγκριτικά με το προηγούμενο εξάμηνο), ωστόσο οι περισσότερες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν πολλές δυσκολίες, με κύρια την έλλειψη ρευστότητας, ενώ τις μεγαλύτερες προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολύ «μικροί» (επιχειρήσεις με 0 – 9 εργαζόμενους).
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η αβεβαιότητα, η μείωση του κύκλου εργασιών για τις μικρότερες επιχειρήσεις, η αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν σημαντικές επενδύσεις, η έλλειψη ρευστότητας αλλά και αυξημένο λειτουργικό κόστος, επιτείνουν το κίνδυνο της συρρίκνωσης της πολύ μικρής επιχειρηματικής δραστηριότητας και την περαιτέρω συγκέντρωση αυτής σε μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις αποτελούν το 99,6% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και σ΄ αυτή την δύσκολη περίοδο απαιτούνται κυβερνητικές πρωτοβουλίες που θα τους δώσουν τις απαραίτητες τονωτικές ενέσεις για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σ’ ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον με τις πολυεθνικές.
«Πονοκέφαλος» η ρευστότητα!
Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για ενίσχυση της ρευστότητας, ένα θέμα που εξακολουθεί να καίει την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται με τις υποχρεώσεις τους (ασφαλιστικά ταμεία – Εφορία – προμηθευτές). Σύμφωνα με την έρευνα, το δεύτερο εξάμηνο του 2024 μόλις το 18,9% των επιχειρήσεων αύξησε τη ρευστότητά του, έναντι 45,4% που κατέγραψε μείωση. Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν (28,4%), ή διαθέτουν το πολύ για ένα μήνα (22,1%), ταμειακά διαθέσιμα και μόλις το 8,9% των επιχειρήσεων εμφανίζεται να διαθέτει επαρκή διαθέσιμα πέραν του εξαμήνου, με τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις να εμφανίζουν ποσοστιαία μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθέσιμων πόρων συγκριτικά με τις μεγαλύτερες.
Ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ο κλάδος της εστίασης, με το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα, ή τα ταμειακά τους διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα, να ανέρχεται σε 64,1% (39,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και 25% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα).
Επενδύσεις
Το ύψος της επένδυσης που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό και στο δεύτερο εξάμηνο του 2024, αφού για το 52,5% όσων πραγματοποίησαν κάποιας μορφής επένδυση αυτή δεν ξεπέρασε τις 5.000 €. Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση παραμένει κυρίαρχο για τις ΜμΕ, καθώς το ποσοστό της αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων συνεχίζει να αυξάνεται σημαντικά, φτάνοντας το 89,1% τον Φεβρουάριο του 2025, έναντι 84,2% και 80,5% τον Φεβρουάριο του 2024 και του 2023, αντίστοιχα. Αντίθετα, πρόσβαση σε χρηματοδότηση επενδύσεων μέσω προγραμμάτων, όπως το ΕΣΠΑ, καταγράφηκε για το 5,6%, ενώ χρηματοπιστωτική χρηματοδότηση έλαβε μόλις το 1,9% των επιχειρήσεων.
«Αγκάθι» το λειτουργικό κόστος
Όσον αφορά το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων από τα ευρήματα της έρευνας εκτιμήθηκε ότι για πάνω από 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί από την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης κατά σχεδόν 40%. Απόρροια του αυξημένου λειτουργικού κόστους είναι σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις να έχουν αυξήσει τις τιμές τους το δεύτερο εξάμηνο του 2024, χωρίς να διαφαίνεται κάποια τάση σημαντικής αποκλιμάκωσης.
Μειώθηκε η ζήτηση…
Για το 35,1% των επιχειρήσεων η ζήτηση μειώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2024, έναντι 26,4% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 38,1% που δήλωσε πως παρέμεινε η ίδια.
Στον κλάδο του εμπορίου εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα μείωσης της ζήτησης, όπου η πλειονότητα (45,6%) διαπιστώνει μείωση, όπως και στις ατομικές επιχειρήσεις (41%), στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (43,6%) και σε όσες δεν απασχολούν προσωπικό (45,5%).
Αυξήθηκαν οι τιμές
Την ίδια ώρα, περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Όπως τονίζεται στην έρευνα, η πίεση που ασκείται στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τιμές προϊόντων και αγαθών διαμορφώνει έναν αδιατάρακτο φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενων ανατιμήσεων, καθώς αναζητείται το σημείο ισορροπίας μεταξύ αυξημένου λειτουργικού κόστους και πρώτων υλών, κόστους διαβίωσης και οικονομικής στενότητας των νοικοκυριών. Ως προς το τρέχον εξάμηνο, 1 στις 4 επιχειρήσεις (25,6%) εκτιμά ότι θα αυξήσει τις τιμές της.
Υποχρεώσεις – οφειλές
Η κατάσταση σχετικά με τα ποσοστά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με το 29% να έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό του 30,6%.
Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης, με το 21,4% να έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ το 38,6% έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Επίσης, σημαντικά προβλήματα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (38%) και όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (37,5%).
Τα υψηλότερα ποσοστά των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές εντοπίζονται να είναι προς τον πρώην ΟΑΕΕ (13,9%), την εφορία (12,7%) και τους προμηθευτές (11,8%).
Το 43,1% των οφειλετών συγκεντρώνονται στη χαμηλότερη κατηγορία με οφειλές ως 10.000 €.