- Την δυσμενή οικονομική κατάσταση που βιώνει η πλειοψηφία των Ελλήνων… πιστοποιεί με στοιχεία η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Στο επίκεντρο των οικονομικών πιέσεων βρίσκεται η ακρίβεια, που αν και καταγράφεται μια συγκρατημένη βελτίωση σε σχέση με το 2023, συνεχίζει να πλήττει σχεδόν όλα τα νοικοκυριά με τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» να είναι οι τιμές των τροφίμων. Πιο συγκεκριμένα και το 2024 πάνω από 7 στα 10 νοικοκυριά (72,4%) δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα τα επηρέασαν περισσότερο σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες, ενώ οι δαπάνες για λογαριασμούς σπιτιού και είδη διατροφής έχουν αυξηθεί για πάνω από το 60% των νοικοκυριών. Αντίθετα, οι πολίτες μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία (41,9%) και αγορές ένδυσης-υπόδησης (39,2%). Ταυτόχρονα, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες δυσκολεύει, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νοικοκυριών να καθυστερεί ή να αδυνατεί να καλύψει ιατρικά έξοδα, λογαριασμούς ρεύματος, θέρμανσης και εκπαίδευσης.
Δεν επαρκεί το εισόδημα!
Σύμφωνα με την έρευνα λοιπόν, οι οικονομικές δυσκολίες παραμένουν έντονες. Το 60% των νοικοκυριών δηλώνει ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί για όλο το μήνα, ενώ για όσους αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση, τα χρήματα αρκούν μόλις για 19 ημέρες κατά μέσο όρο!
Η αδυναμία αποταμίευσης παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, καθώς το 81,6% δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει, ενώ πάνω από τα μισά νοικοκυριά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε ένα έκτακτο έξοδο της τάξης των 500 ευρώ.
Στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι οικονομικές πιέσεις είναι εντονότερες για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με τις πιο ευάλωτες ομάδες να δέχονται τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις. Ο μισθός αποτελεί τη μοναδική ή κυρίαρχη πηγή εισοδήματος για πάνω από τα μισά νοικοκυριά, ενώ το 39,5% δεν έχει καμία επιπλέον πηγή χρημάτων. Ειδικά οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροεπιχειρηματίες βρίσκονται σε ολοένα και δυσμενέστερη θέση: το 53,3% των νοικοκυριών που εξαρτώνται από επιχειρηματικά έσοδα δηλώνουν ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί μέχρι το τέλος του μήνα, ποσοστό που αυξήθηκε δραματικά, από 42,8% το 2023.
Επιπλέον, το 47,8% των νοικοκυριών που βασίζονται σε επιχειρηματικά κέρδη έχουν ετήσιο εισόδημα έως 18.000€, γεγονός που υποδηλώνει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μικρομεσαίος επιχειρηματικός κόσμος. Το ποσοστό αυτών των νοικοκυριών που δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος έχει μειωθεί σημαντικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι ένα μέρος των επιχειρηματιών έχει στραφεί σε επιπλέον πηγές άντλησης εισοδήματος, πιθανότατα σε μια προσπάθεια να ανταπεξέλθει στην υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση λόγω του νέου τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης.
Στα ύψη οι οφειλές!
Την ίδια ώρα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σημειώνουν εκρηκτική αύξηση στο σύνολο των νοικοκυριών (28,9%), ενώ το 16% φοβάται πως μπορεί να χάσει την κατοικία του λόγω αδυναμίας πληρωμής δανείων ή άλλων υποχρεώσεων.
Ας σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από την έρευνα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο στο 6,3% το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε πως το 2024 υπέστη δέσμευση ή κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5,6% το 2023, 3,8% το 2022 και μόλις 0,8% το 2021.
Μέτρα αντιμετώπισης
Μπροστά σε αυτό το περιβάλλον, η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί ότι τα πιο αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής δυσχέρειας είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων (69%), η ενίσχυση των ελέγχων στην αγορά για περιορισμό της αισχροκέρδειας (52,7%) και η μείωση φόρων και τελών (45,9%). Ταυτόχρονα, η κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της ακρίβειας αξιολογείται ακόμα πιο αρνητικά από προηγούμενες χρονιές, γεγονός που, που όπως τονίζεται στην έρευνα, αντανακλά τη συνεχιζόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών.
Η εικόνα που προκύπτει είναι εκείνη μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό έντονη οικονομική πίεση, με τους περισσότερους πολίτες να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους ανάγκες. Παρ’ ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις συγκρατημένης βελτίωσης, η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και η διαρκής αύξηση του κόστους ζωής διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για ουσιαστικές παρεμβάσεις.